ωροθετώ

ωροθετώ
-έω, Α [ὡροθέτης]
1. παρατηρώ τη θέση τών αστέρων κατά την ώρα τής γέννησης ενός παιδιού, ὡροσκοπῶ*
2. (για πλανήτη) κυβερνώ την ώρα τού τοκετού («ὡροθετεῑ σε Κρόνος», Λουκίλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”